- σφυροπρησιπύρα
- σφῠρο-πρησῐπύρα [ῠ], ἡ, ([etym.] πρήθω, πῦρ)A firing the ankle, epith. of the gout, Luc.Trag.199.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφυροπρησιπύρα — σφυροπρησιπύρᾱ , σφυροπρησιπύρα firing the ankle fem nom/voc/acc dual σφυροπρησιπύρᾱ , σφυροπρησιπύρα firing the ankle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφυροπρησιπύρα — ἡ, Α (για την ποδάγρα) αυτή που καίει τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + πρησιπύρα (τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) < πρῆσις (< πίμπρημι «καίω») + πῦρ, πυρός] … Dictionary of Greek